πύλη

πύλη
πύλη
Grammatical information: f.
Meaning: `wing of a door, gate', mostly in plur. `door, gate', esp. of town-gates, gates of an camp a. the like (Il.); `entrance, access, bottleneck etc.', also as PlN (Pi., Emp., IA.).
Compounds: Several compp., e.g. πυλ-άρτης m. `gate-closer', adjunct of Hades, also as PN (Hom.), to ἀρ- in ἀραρίσκω (s.v.) with univerbating τη-suffix (Bechtel Lex. s.v., Fraenkel Nom. ag. 1. 31 w. n. 2); πυλ-ωρός, ep. πυλᾰ-ωρός, Hdt. πυλ-ουρός, H. πυλ-αυρός (Dor.), -ευρός (Ion.) `gate-keeper, guard' (Il.); on the comp.vowel and 2. member s. on ὁράω and Schwyzer 438, Leumann Hom. Wörter 223 n. 20 : 2c, Chantraine Gramm. hom. 1, 161; ἑπτά-πυλος `with seven gates' (ep. lyr. Il.); PlN Θερμο-πύλαι pl. (Simon., Hdt. etc.); the Att. orator a.o. for it Πύλαι, cf. Risch IF 59, 267.
Derivatives: 1. Dimin. πυλ-ίς, -ίδος f. (IA.); 2. -ώματα pl. n. `gate' (A, E.; cf. Sommer Zum Zahlwort 9 n.1), formal enlargement (Chantraine Form. 186f.); 3. -εών (sp.), -ών (Arist., hell.). -(ε)ῶνος m. `gate-space, gateway, gate-building'; 4. Πυλ-ᾶτις, -ιδος f. `belonging to Πύλαι' (S. in lyr.), -αϊ̃τις, -ιδος f. `belonging to a gate' (Lyc. 356; for Πυλᾶτις?; cf. Redard 10 a. 212). 5. πυλαῖος `belonging to a gate' (late), `belonging to Πύλαι' (Demeter; Call.); PN Πύλαιος (Β842); Πυλαία, -ίη f. adjunct of the amphictyonian meeting in Πύλαι (IA.); from it Πυλαιασταί m. pl. prop. *"members of Πυλαία" (on the formation Fraenkel Nom. ag. 1, 175ff.; hardly correct Bechtel Dial. 2, 655), metaph. `mountebank, liar' (Phot., Suid.; Rhod. after H.); prob. also πυλαϊκός `conjurer-like' (late). 6. Denom. verb πυλ-όομαι, -όω `to be(come) provided with gates' (Ar., X.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: As opposed to the inherited θύρα without etymology; so prob. technical LW [loanword] like many other expressions of architecture (e.g. μέγαρον; s. also Schwyzer 62). Vain attempts at interpretation in Bq (rejected). -- So prob. Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,623-624

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πύλη — one wing of a pair of double gates fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύλῃ — πύλη one wing of a pair of double gates fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύλη — Η μεγάλη θύρα φρουρίου, ναού, ανακτόρου ή και των τειχών μιας οχυρωμένης πόλης. Στον πληθυντικό ο όρος σημαίνει μια στενή διάβαση ανάμεσα σε δύο βουνά ή ανάμεσα σε ένα βουνό και στη θάλασσα. Στην εκκλησιαστική ορολογία ωραία π., αγία π. ή… …   Dictionary of Greek

  • Πύλη — Sp Pilė Ap Πύλη/Pyli L C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Πύλη, Υψηλή — (τουρκ. Μπαμπ Άαλι). Έτσι λεγόταν αρχικά η πύλη της σουλτανικής σκηνής στους καταυλισμούς των στρατοπέδων, όπου ο μέγας βεζύρης (πρωθυπουργός του σουλτάνου) δεχόταν τους ξένους πρεσβευτές. Αργότερα ονομάστηκε έτσι το ιδιαίτερο θολωτό δωμάτιο… …   Dictionary of Greek

  • πύλη — η 1. μεγάλη είσοδος, θύρα. 2. στον πληθ., πύλες διάβαση ανάμεσα σε βουνά ή σε βουνό και θάλασσα. 3. είσοδος σε μέρος του ναού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πύλη — Πύλης masc voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πύλῃ — Πύλης masc dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αδριανού, Πύλη — Θριαμβευτική αψίδα που έστησαν οι Αθηναίοι για να τιμήσουν τον αυτοκράτορα Αδριανό, κοντά στον ναό του Ολυμπίου Διός (Ολυμπιείο). Η πύλη, που σώζεται έως σήμερα, χώριζε άλλοτε την παλαιά πόλη του Θησέα από τη νέα, την Αδριανούπολη, που την… …   Dictionary of Greek

  • Υψηλή Πύλη — Η έδρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αρχικά ονομαζόταν έτσι η πύλη της σουλτανικής σκηνής και μετά το ιδιαίτερο θολωτό δωμάτιο κοντά στην πύλη της δεύτερης αυλής του σαραγιού, όπου ο μέγας βεζύρης δεχόταν τους ξένους πρεσβευτές και δίκαζε… …   Dictionary of Greek

  • Αιόλου πύλη — Βλ. λ. αιολόσφαιρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”